- γεωνόμος
- ο (Α γεωνόμος)νεοελλ.αυτός που ασχολείται με τη γεωνομίααρχ.1. αυτός που μοιράζει ή κατανέμει τη γη2. εκείνος που παίρνει μερίδιο κατά τη διανομή γης, ο κληρούχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -νομος < νέμω].
Dictionary of Greek. 2013.